- συμποσίαρχος
- συμποσίαρχος, ο και συμποσιάρχης, οαυτός που διευθύνει το συμπόσιο.
Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого). 2014.
Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого). 2014.
συμποσίαρχος — president of a drinking party masc nom sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
συμποσίαρχος — ὁ, Α αυτός που προεξάρχει σε συμπόσιο, που διευθύνει το συμπόσιο. [ΕΤΥΜΟΛ. < συμπόσιον + αρχος*] … Dictionary of Greek
συμποσιάρχου — συμποσίαρχος president of a drinking party masc gen sg συμποσιάρχης president of a drinking party masc gen sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
συμποσιάρχῳ — συμποσίαρχος president of a drinking party masc dat sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
συμποσίαρχε — συμποσίαρχος president of a drinking party masc voc sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
συμποσίαρχοι — συμποσίαρχος president of a drinking party masc nom/voc pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
συμποσίαρχον — συμποσίαρχος president of a drinking party masc acc sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
συμποσιαρχώ — έω, Α [συμποσίαρχος] είμαι συμποσίαρχος … Dictionary of Greek
Krater — discovered at the acropolis of Mycenae, depicting fully armed warriors. 1200 1100 BC, National Archaeological Museum of Athens For the landform crater, see Crater. A krater (in Greek: κρατήρ, kratēr, from the verb κεράννυμι, keránnymi, to mix )… … Wikipedia
Симпосий — (σύμποσιον) у древних греков званый пир, отличавшийся от обыкновенного δείπνον (обеда) тем, что на С. приглашались гости, тогда как обед происходил в кругу семьи или в общественных столовых. От обеда С. отличался еще и тем, что за обедом вино… … Энциклопедический словарь Ф.А. Брокгауза и И.А. Ефрона